καθοδηγώ
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
(AM καθοδηγώ, -έω) καθοδηγός
1. οδηγώ, δείχνω τον δρόμο («ὁ καθοδηγῶν αἰχμάλωτος ἐξέπεσε τῆς ὁδοῡ», Πλούτ.)
2. συμβουλεύω, νουθετώ, δείχνω σε κάποιον τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς (α. «πάντοτε μέ καθοδηγούσε σωστά» β. «πλανῶν ἔθνη καὶ ἀπολλόων αὐτά, καταστρωννύων ἔθνη καὶ καθοδηγῶν αὐτά», ΠΔ)
3. κατευθύνω, διευθύνω
μσν.
1. εξηγώ
2. εκπαιδεύω
3. επιδιορθώνω.