κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
κεραυνοῡχος, -ον (Α)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («κεραυνοῡχος Ζεύς», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οῦχος (< ἔχω)].