κρασοπούλος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

και κρασοπούλης, ο (Μ κρασοποῡλος)
αυτός που πουλάει κρασί, οινοπώλης, ταβερνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασοπώλης, με κώφωση του -ω-].