κρασοπούλος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
και κρασοπούλης, ο (Μ κρασοποῡλος)
αυτός που πουλάει κρασί, οινοπώλης, ταβερνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασοπώλης, με κώφωση του -ω-].