ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
και κρασοπούλης, ο (Μ κρασοποῦλος)αυτός που πουλάει κρασί, οινοπώλης, ταβερνιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασοπώλης, με κώφωση του -ω-].