ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
ἰσόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θρους (< θροῡς), πρβλ. ηδύ-θρους, κακό-θρους].