τροπαιούχος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255

Greek Monolingual

-α, -ο / τροπαιοῡχος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που έχει τρόπαια, νικητής, θριαμβευτής
μσν.
προσωνυμία Βυζαντινών αυτοκρατόρων
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο έχουν ανεγερθεί τρόπαια («Ζεὺς τροπαιοῡχος», Αριστοτ.)
2. προσωνυμία Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπαιον + -οῦχος].