υμνητικός

Revision as of 16:10, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑμνητικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑμνητός
επαινετικός, εγκωμιαστικός («αἱ Μοῡσαι θεαὶ καὶ Ἀπόλλων μουσηγέτης καὶ ἡ ποιητικὴ πᾶσα ὑμνητική», Στράβ.).
επίρρ...
υμνητικώς / ὑμνητικῶς, ΝΑ, και υμνητικά Ν
με εγκωμιαστικό τρόπο, με ύμνους.