χους
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
ο / χοῡς, γεν. χοός και χοῡ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α
(στη νεοελλ. λόγιος τ.)
1. χώμα
2. εκκλ. (κατά την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο
μσν.
φρ. «χοῡς τῆς σαρκός» — το περίβλημα της ψυχής, το σώμα (Μετά Θεοφάν.)
αρχ.
1. σκόνη, κονιορτός
2. φρ. «χοῡς θανάτου» — τάφος (ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -ος, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-].