κατανθίζω

From LSJ
Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

German (Pape)

[Seite 1365] mit Blumen ausschmücken, übh. schmücken, στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον D. Sic. 18, 26, a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατανθίζω: καὶ παθ. κατανθίζομαι, κοσμῶ δι’ ἀνθέων, ἐν γένει στολίζω, χρώμασι ποικίλοις κατηνθισμένος Διόδ. 18. 26· χρυσῷ κατήνθιστο Καλλίστρ. 898.

Greek Monolingual

κατανθίζω (Α)
στολίζω με άνθηστέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

κατανθίζω: расцвечивать (στέμμα χρώμασι παντοδαποῖς κατηνθισμένον Diod.).