διαβουλεύω
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
of a Council, A complete its term, Arist.Ath.32.1. II mostly in Med. (Dor. διαβωλ- IG5(2).343), deliberate, discuss thoroughly, And. 2.19, Th.2.5, 7.50; δ. εἴτε… Pl.Plt.304e, cf. Luc.Hist.Conscr. 31; decide, c. inf., Id.Pisc.24.
Greek (Liddell-Scott)
διαβουλεύω: διέρχομαι τὴν βουλευτικήν μου περίοδον, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 32.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. διαβωλ- IG 5(2).343.29 (Orcómeno IV a.C.)
• Morfología: [aor. part. plu. ac. masc. δ[ι] αβωλευσαμίνος IG l.c.]
I en v. med.
1 deliberar, discutir abs. οὐδ' ἂν διαβουλεύσασθαι ἔτι ἔφη Th.7.50, cf. 2.5, 6.34, εἰς ὃν διαβουλευόμενοι ἐλοιδόρουν LXX Ge.49.23, c. ac. compl. dir. ἀκμὴν τοῦ πέμπειν τὴν ... βοήθειαν Plu.2.346c, c. περί y gen. περὶ τοιούτων ἔργων And.3.21, περὶ τῶν ἐν χερσίν I.AI 19.249, c. or. interr. indir. τί δεῖ πράττειν Plb.3.84.5, εἴτε Νίκαιαν αὐτὴν ... χρὴ ὀνομάζεσθαι εἴτε ... Luc.Hist.Const.31, cf. Hsch.s.u. ἀγοράζειν.
2 esp. en aor. decidir abs. ἐν τῷ παραχρῆμα νῦν διαβουλεύσασθαι And.2.19, cf. D.C.78.26.4, c. inf. ἀφεῖναι ... αὐτόν Luc.Pisc.24, c. inf. y περὶ c. ac. περὶ τὸν ἀ[π] υδοσμὸν ... χρόνον τάξασθαι IG l.c., c. or. interr. indir. εἴτε πολεμητέον εἴτε διὰ φιλίας ἀπαλλακτέον ... Pl.Plt.304e.
II en v. act. agotar la legislatura ref. la βουλή Arist.Ath.32.1.
Greek Monolingual
βλ. διαβουλεύομαι.