ἀλογιστία

Revision as of 10:19, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A thoughtlessness, Democr.289, Plb.5.15.3, Chrysipp.Stoic. 3.129, Phld.Ir.p.93 W., Plu.2.466c.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, Unbedachtsamkeit, Pol. öfter, z. B. 5, 15 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογιστία: ἡ, ἀπερισκεψία, ἀβουλία, προπέτεια, Πολύβ. 5. 15. 3, Πλούτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
irréflexion.
Étymologie: ἀλόγιστος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
falta de juicio, falta de cálculo, insensatez, irracionalidad ἀλογιστίη μὴ ξυγχωρέειν ταῖσι κατὰ τὸν βίον ἀνάγκαις Democr.B 289, τοὺς ἰδίους πόνους ἀλογιστίη γεωργήσας Democr. en Hp.Ep.17 (p.374), unido a la borrachera μέθη καὶ ἀ. Plb.5.15.3, cf. 21.26.16, τὸ μεθύειν ο[ὐ] συμβαίν[ει] πα[ρ'] ἀλογιστίαν Phld.Ir.93, ἀνανήφων ἀπὸ τῆς ὑπ' ἐκείνοις ἀλογιστίας Origenes Cels.8.63
en gener. ἀ. ἐν τοῖς πάθεσιν Chrysipp.Stoic.3.129, Φάλαρις ... ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας LXX 3Ma.5.42
incapacidad de juicio, desconcierto θυμὸς καὶ ἀ. Plb.2.30.4, ταῦτα δ' ἐστὶν ἀπειρία πραγμάτων, ἀ. Plu.2.466c.

Greek Monolingual

η (Α ἀλογιστία) ἀλόγιστος
αμυαλιά, απερισκεψία.

Greek Monotonic

ἀλογιστία: ἡ, απερισκεψία, αβουλία, προπέτεια, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλογιστία: ἡ безрассудство, неразумие Polyb., Plut.

Middle Liddell


thoughtlessness, rashness, Polyb., Plut., etc.