ἀβουλία
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ἡ,
A ill-advisedness, thoughtlessness, Pi.O.10.41, Hdt.7.210, Antipho4.2.6, Men.16.9D, etc.; ἐπαρθέντες ἀβουλίῃ Hdt.7.9. γ; ἐξ ἀ. πεσεῖν, ἀβουλίᾳ πεσεῖν S.El.398,429: pl., A.Th.750, Hdt. 8.57.
2 irresolution, Th.5.75; indecision, Democr.119.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀβουλίη Hdt.7.9γ
• Morfología: [plu. gen. ἀβουλιᾶν A.Th.750]
1 insensatez, irreflexión, falta de consejo ἀβουλίᾳ ... θάνατον ... οὐκ ἐξέφυγεν Pi.O.10.41, κρατηθεὶς ἐκ φίλων ἀβουλιᾶν vencido por dulces extravíos A.Th.750, ἀπολέεταί τε ἡ Ἑλλὰς ἀβουλίῃσι Hdt.8.57, cf. 7.9γ, ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ E.Fr.1077, cf. Isoc.1.35, Antipho 4.2.6, Aeschin.1.140, Plb.1.31.1, ἀναιδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ διαχρεώμενοι Hdt.7.210, ἀβουλίᾳ μᾶλλον ἢ πειθοῖ παρεγγελμένων χρωμένοις POxy.474.37, ἐξ ἀβουλίας πεσεῖν S.El.398, ἀβουλίᾳ πεσεῖν S.El.429, τὴν ἑαυτῶν ἀβουλίαν ἐκτρίψαντες Men.Fr.500.8, τοῦ κρατοῦντος D.C.58.24.4
•etimologizado como la falta de βολή o desacierto Pl.Cra.420c.
2 indecisión, abulia ἄνθρωποι τύχης εἴδωλον ἐπλάσαντο πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης Democr.B 119, ἀβουλία τε καὶ βραδύτης Th.5.75, cf. Plb.11.2.7, Aesop.112, 184.1.
German (Pape)
[Seite 4] ἡ, Mangel an Rat und Überlegung; Uncntschlossenheit, Pind. Ol. 11, 41; Thue. 5, 75 (neben μαλακία u. βραδυτής); auch wohl Her. 7, 216; bes. Unüberlegtheit, Unklugheit (VLL. ἄνοια, μωρία), Soph. El. 320. 421, ἐξ ἀβουλίας u. ἀβουλίᾳ πεσεῖν u. ähnl., Antia. 1227; πολλὴνίαν ἔχειν Eur. Med. 882. Gegensätze sind εὐβουλία, Plat. Alc. I, 125 e; σωφροσύνη Thuc. 1, 32; εὖ φρονῶν (ἀβουλίᾷ) Antiph. 4, β, 6; βουλεύεσθαι Isocr. 1, 35. Auch im plur., Her. 8, 57. Böser Rat ist es wohl Aesch. Hpt. 732 κρατηθεὶς ἐκ φίλων ἀβουλίαις.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
irréflexion, imprudence ; déraison.
Étymologie: ἄβουλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀβουλία: ион. ἀβουλίη ἡ (тж. pl.)
1 необдуманность, тж. неблагоразумие, безрассудство Her., Soph., Plat., Thuc.;
2 нерешительность Pind., Thuc.;
3 дурной совет: κρατηθεὶς ἐκ φίλων ἀβουλιᾶν Aesch. поддавшись неразумным внушениям друзей.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβουλία: ἡ, κακὴ σκέψις· ἔλλειψις σκέψεως, ἀπερισκεψία, Ἡρόδ. 7, 210. Ἀντιφ. 126. 30 κτλ. ἐπαρθέντες ἀβουλίῃ Ἡρόδ. 7. 9, 3: ἐξ ἀβουλίας πεσεῖν, ἀβουλίᾳ πεσεῖν, Σοφ. Ἠλ. 398, 429: ὡσαύτ. κατὰ πληθυν. Ἡρόδ. 8, 57. Πίνδ. κτλ.
English (Slater)
ᾰβουλία ill-advisedness, thoughtlessness καὶ κεῖνος ἀβουλίᾰ ὕστατος θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (Byz.: ἀβουλίαις codd.) (O. 10.41)
Greek Monotonic
ἀβουλία: ἡ, έλλειψη σκέψης, απερισκεψία, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
want of counsel, thoughtlessness, Hdt., Soph., etc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
consilii inopia, lack of wisdom, 1.32.4, 5.75.3.
Translations
thoughtlessness
Czech: lehkomyslnost; Finnish: ajattelemattomuus, välinpitämättömyys; French: irréflexion; Greek: ασυλλογισιά; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβουλία, ἀβουλίη, ἀεσιφροσύνη, ἀλογιστία, ἀλογιστίη, ἀνεπιστασία, ἀστοχία, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, εἰκαιοσύνη, κακοφροσύνη, νηπιοφροσύνη, τὸ ἀκατάσκεπτον, τὸ ἀλόγιστον, τὸ ἄφρον, χαλιφροσύνη; Hungarian: meggondolatlanság, vigyázatlanság; Latin: temeritas; Manx: antort; Norwegian Nynorsk: tankeløyse; Polish: bezmyślność; Slovak: ľahkomyseľnosť