place of refuge

From LSJ
Revision as of 18:16, 3 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105

English > Greek (Woodhouse Extra)

ἀποστροφή, ἀποφυγή, κατάφευξις, καταφυγή, καταφύγιον, κρησφύγετον, περιφυγή, πύργον, [[πύργος ἀποφυγή ἀναφυγή φυγή κατάφευξις φύξιμον ἐκφούγιν φύξιον περιφυγή φυγαδεῖον φύγιμον καταφύγιον καταφυγή κρησφύγετον προσφύγιον προσφυγή ἀναδρομή]]