κλονιστήρ
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
ὁ, = παραμήριος μάχαιρα, παρίσχιον, Hsch. (Cf. Skt. śróṇis 'haunch', Latin clūnis.)
Greek Monolingual
κλονιστήρ, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παραμήριος μάχαιρα».