κόμαρι

From LSJ
Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμαρι Medium diacritics: κόμαρι Low diacritics: κόμαρι Capitals: ΚΟΜΑΡΙ
Transliteration A: kómari Transliteration B: komari Transliteration C: komari Beta Code: ko/mari

English (LSJ)

εως, τό, red dye obtained from root of A Comarum palustre, PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also κόμμαρι, εως, τό, PHolm.13.37, 16.5, al.; κόμαρις and κώμαρις, ἡ, Anon.Alch.pp.351,9 B.; κόμαρον, τό, ib.p.350 B., PHolm.25.15.

Greek Monolingual

κόμαρι και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) κόμαρος
κόκκινο χρώμα που παρασκευάζεται από τη ρίζα του φυτού ψευδοκόμαρος ο έλειος.