θεραπευτικῶς
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
French (Bailly abrégé)
adv.
avec empressement ou obligeance.
Étymologie: θεραπευτικός.
Russian (Dvoretsky)
θερᾰπευτικῶς:
1) преданно, почтительно (γράφειν Plut.);
2) заботливо, тщательно (χρῆσθαι τῇ παρρησίᾳ Plut.).