ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
βάσκε: [imper. к *βάσκω = βαίνω1) иди: βάσκ᾽ ἴθι Hom. иди, отправляйся; βάσκετε Arph. идите;2) прийди Aesch.