βάσκω

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάσκω Medium diacritics: βάσκω Low diacritics: βάσκω Capitals: ΒΑΣΚΩ
Transliteration A: báskō Transliteration B: baskō Transliteration C: vasko Beta Code: ba/skw

English (LSJ)

(akin to βαίνω), only imper., βάσκ' ἴθι speed thee! away! II.2.8, etc.; βάσκετ', ἐπείγετε Ar.Th.783; but βάσκε = come! A.Pers. 663,671 (both lyr.); βάσκ', ἄλαστε Mim. Oxy.413.60. (βάσκου· πορεύου is prob. f.l. in Hsch.).

Spanish (DGE)

hablar βάσκειν· λέγειν, κακολογεῖν καὶ ἀναστῆναι Hsch., cf. βάζω.
• Etimología: Formación c. suf. -sk- de la r. de βάζω q.u.
• Morfología: [gener. en imperat., pero impf. ἔβασκε Alc.298.34; ἔβασκεν Hsch., sin aum. βάσκον Hsch.]
1 ir βάσκ' ἴθι ¡ea, ve!, Il.2.8, 8.399, 24.144, βάσκετ', ἐπείγετε Ar.Th.783, βάσκ', ἄλαστε Mim.Fr.Pap.Charit.60, cf. Hsch.
2 venir βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν A.Pers.663, 671.
• Etimología: Formación c. suf. -sk- de la r. de βαίνω q.u.

German (Pape)

[Seite 438] gehen, Nebenform von βαίνω (βάω); vgl. φάσκω φημί (φάω); Hom. hat βάσκω sechsmal, βάσκ' ἴθι Versanfang Iliad. 2, 8. 8, 399. 11, 186. 15, 158. 24, 144. 356; βάσκε u. ἴθι auf Homerische Art παραλλήλως, d. h. gleichbedeutend, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 8, Scholl. Herodian. Iliad. 2, 8. 11, 186, Scholl. Nicanor. Iliad. 11, 186 (die Anmerkungen des Nikanor und des Herodian zu dieser Stelle sind in ein Scholium verschmolzen, was Lehrs und Friedländer nicht bemerkt haben); immer Befehl des Zeus an Jem., der als Bote weggehn u. etwas bestellen soll an Iris Iliad. 8, 399. 11, 186. 15, 158. 24, 144, an Hermes Iliad. 24, 336, an den zu Agamemnon gesendeten Traumgott Iliad. 2, 8; dritter Vers der Rede Iliad. 24, 836, βάσκ' ἴθι, καὶ Πρίαμον κοίλας ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἃς ἄγαγ', ὡς κτἑ,; sonst erster Versder Rede, βάσκ' ἴθι, οὖλε ὄνειρε Iliad. 2, 8, βάσκ' ἴθι, Ἶρι ταχεῖα Iliad. 8, 399. 11, 186. 15, 158. 24, 144. – Vgl. Ap. Rh. 3, 486. Bei Aesch. Pers. 653. 658 = komm! βάσκετε Ar. Th. 783. Vgl. ἐπιβ. u. παραβ. = βάζω, VLL.

French (Bailly abrégé)

seul. impér. prés.
1 marcher ; aller : βάσκ' ἴθι IL va, en avant !;
2 venir : βάσκε ESCHL viens !.
Étymologie: R. Βα, marcher ; v. βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάσκω βαίνω stappen, steeds imperat.: βάσκ’ ἴθι vooruit! Il. 8.399.

English (Autenrieth)

(βαίνω): only imp., in the phrase βάσκ' ἴθι, haste and fly! addressed to the Dream-god, to Iris, and to Hermes, Il. 2.8, Il. 24.144, 336.

Greek Monolingual

βάσκω (Α)
1. φρ. «βάσκ' ἴθι» — εμπρός, άντε πήγαινε
2. έλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βă-σκ-ω- παράλληλος και πολύ πιο σπάνιος— τ. ενεστώτα του βαίνω από θ. βă-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας βă- / βη- (ή, κατ' άλλους, από αρχική ρίζα gwem-) και ενεστωτικό θαμιστικό επίθημα -σκ-].

Greek Monotonic

βάσκω: (συγγενές προς το βαίνω, πρβλ. χάσκω, χαίνω), χρησιμ. μόνο στην προστ., βάσκ' ἴθι, έλα πήγαινε! φύγε!, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, βάσκε = έλα!, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

See also: s. βάζω und βαίνω.

Middle Liddell

akin to βαίνω, cf. χάσκω, χαίνω only used in imperat.]
βάσκ' ἴθι speed thee! away! Il.; also come! Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

βάσκω: (συγγ. τῷ βαίνω, πρβλ. χάσκω, χαίνω), ἐν χρήσει μόνον κατὰ προστακτ. βάσκ’ἴθι, ἔλα πήγαινε! φύγε! «ἔλα, δρόμο!» Ἰλ. Β.8, κτλ.· βάσκετε Ἀριστοφ. Θεσμ. 783· ἀλλά, βάσκε = ἐλθέ! Αἰσχύλ. Πέρσ. 664, 672. Πρβλ. δια-, ἐπι-βάσκω.

Frisk Etymology German

βάσκω: {báskō}
See also: s. βάζω und βαίνω.
Page 1,224