αὐτάρκως
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à suffire par soi-même, suffisamment;
Sp. αὐταρκέστατα.
Étymologie: αὐτάρκης.
Russian (Dvoretsky)
αὐτάρκως:
1) достаточно (ἐκ τῶν εἰρημένων δέδεικται Sext.): αὐ. ἔχειν Arst. = αὐταρκεῖν;
2) в довольстве (αὐταρκέστατα ζῆν Xen.).