Βουζύγης

From LSJ
Revision as of 21:33, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek (Liddell-Scott)

Βουζύγης: ὁ, ἐπίθ. Ἀττικοῦ τινος ἥρωος, ὅστις πρῶτος ἔζευξε βοῦς, Ἡσύχ.· ὁ Ἡρακλῆς κατὰ Σουΐδ.·- ὡσαύτως, ὁ τηρῶν τοὺς βοῦς ἐν Ἐλευῖνι, Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 491. - Πρβλ. Εὔπολ. Δημ. 7. καὶ 34.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
Buzigas e.e. Uncidor de bueyes
I mit.
1 héroe aten. antepasado de los Buzigas, primitivamente llamado Epiménides, el primero que unció bueyes para arar, Lasus 4, Arist.Fr.386, Hsch., App.Prou.1.61.
2 otro aten. contemporáneo de Demofonte el hijo de Teseo, quizás el mismo que el anterior, Polyaen.1.5.
3 epít. de Heracles, Sud.
II apodo de Demóstrato, Eup.103, 113.

Greek Monolingual

Βουζύγης, ο (Α)
1. επίθετο Αττικού ήρωα που πρώτος έζεψε βόδια
2. επίθετο του Ηρακλή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < βους + ζυγόν, το ή ζυγός, ο < ζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

Βουζύγης: ου ὁ Бузиг, «Упряжной бык» (миф. изобретатель плужной запряжки Arst.; прозвище оратора Демострата, измененное иронически на Χολοζύγης) Arph.