φθονητικῶς
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
adv.
avec un caractère envieux.
Étymologie: φθονητικός.
φθονητικῶς: завистливо, недоброжелательно Plut.