χρηστικῶς
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
adv.
utilement, commodément;
Cp. χρηστικώτερον.
Étymologie: χρηστικός.
χρηστικῶς: с пользой, на пользу (πρός τινα Plut.).