ἐκστατικῶς
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
French (Bailly abrégé)
adv.
ἐκστατικῶς ἔχειν être hors de soi, être égaré ou furieux.
Étymologie: ἐκστατικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐκστᾰτικῶς: в возбужденном состоянии, не помня себя Polyb., Plut.