Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
ή, όν :
des Cimmériens de la Chersonèse Taurique.
Étymologie: Κιμμέριος.
Κιμμερικός: киммерииский (ἰσθμός Aesch.).
Κιμμερικός, ή, όν
Cimmerian, K. ἰσθμός the Crimea, Aesch.; Κιμμέριος, η, ον, Hdt.