τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Ναύπλιος και Ναυπλίειος, -α, -ον (Α) Ναύπλιον
αυτός που ανήκει στο Ναύπλιο ή αυτός που κατάγεται από το Ναύπλιο.
Ναύπλιος: навплийский Eur.