ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
adv.en raisonnant.Étymologie: συλλογιστικός.
συλλογιστικῶς: силлогистически (λέγειν Arst.).