φροντιστικῶς

From LSJ
Revision as of 05:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec soin, avec sollicitude.
Étymologie: φροντιστικός.

Russian (Dvoretsky)

φροντιστικῶς: заботливо (ἐπισκέψασθαί τινος Xen.).