φροντιστικῶς
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
French (Bailly abrégé)
adv.
avec soin, avec sollicitude.
Étymologie: φροντιστικός.
Russian (Dvoretsky)
φροντιστικῶς: заботливо (ἐπισκέψασθαί τινος Xen.).