ἀσκελέως
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
French (Bailly abrégé)
adv.
sans relâche.
Étymologie: ἀσκελής.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκελέως: беспрестанно (μενεαινέμεν Hom.).