διαθηρεύω

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

German (Pape)

[Seite 578] durch-, erspähen, Plat. Phil. 32 d, mit der v. l. διαπορευθῆναι.

Russian (Dvoretsky)

διαθηρεύω: охотиться: διαθηρευθῆναι (v. l. διαπορευθῆναι) Plat. быть пойманным или выслеженным.