διαθηρεύω

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

German (Pape)

[Seite 578] durch-, erspähen, Plat. Phil. 32 d, mit der v. l. διαπορευθῆναι.

Russian (Dvoretsky)

διαθηρεύω: охотиться: διαθηρευθῆναι (v. l. διαπορευθῆναι) Plat. быть пойманным или выслеженным.