ἀεκαζόμενος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
η, ον, particip. form, A = ἀέκων, πόλλ' ἀ. Od.13.277, cf. h.Cer.30, Od.18.135. ἀέκασσα· ἄκουσαm Hsch. ἀέκαστι, Adv., etym. of ἀέκητι, A.D.Conj.233.26, EM19.33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεκαζόμενος: -η, -ον, μετοχ. τύπος = ἀέκων, Ὀδ. Σ. 135, πόλλ’ ἀεκαζομένους (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Ν. 277·
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui agit malgré soi.
Étymologie: ἀ, ἑκών.
English (Autenrieth)
(ἀϝέκων): unwillingly, reluctantly; w. πολλά, ‘much against one's will.’
Spanish (DGE)
-η, -ον
sólo part. contra la voluntad πόλλ' ἀεκαζομένη muy en contra de su voluntad, Il.6.458, cf. Od.13.277, 18.135, οἵ μ' ἀεκαζομένην μνῶνται Od.19.133, cf. h.Cer.30, Emp.Fr.Pap.d2.
Greek Monotonic
ἀεκαζόμενος: -η, -ον, μτχ. τύπος = ἀέκων, σε Ομήρ. Οδ.· πόλλ' ἀεκαζόμενος, αυτό που ο Βιργ. ονομάζει multa reluctans, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀεκαζόμενος: нежелающий: τὰ φέρει ἀ. Hom. он поневоле терпит это.
Middle Liddell
particip. form = ἀέκων,against one's will, unwilling Od.; πόλλ' ἀεκαζόμενος, Virgil's multa reluctans, Od.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀεκαζόμενος -η -ον ἀέκων met tegenzin, tegen de wil :. πόλλ ’ ἀεκαζομένους zeer tegen hun zin Od. 13.277.