διατόναιον
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
τό, A joist, PPetr.2p.14 (iii B. C.); curtain-rod, Callix. 1:—so δια-τόνιον, curtain-hook or -ring, LXX Ex.35.11.
Greek (Liddell-Scott)
διατόναιον: τό, ῥάβδος ἐφ’ ἧς ἐκτείνεται ἡ ἄνω ἄκρα τοῦ παραπετάσματος, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F· οὕτω -τόνιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. λε΄, 11).
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 arq. viga, vigueta de madera σανίδας ἐπὶ διατοναίων ξυλίνων planchas sostenidas por viguetas de madera, ID 1417A.1.73 (II a.C.), cf. PPetr.2.4.11.6 (III a.C.), Hero Dioptr.34.
2 barra transversal de una tienda PCair.Zen.353.11 (III a.C.)
•varilla de una cortina, Callix.1.39, cf. διατόνιον.
Greek Monolingual
διατόναιον, το (Α) διάτονος
1. δοκάρι
2. ράβδος, όπου στερεώνεται το πάνω μέρος παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ' ὧν αὐλαῖαι... ἐνεπετάννυντο» — είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες»).