πολυδιοίκητος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, A widely distributed, all-pervading, πνεῦμα Secund. Sent. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ-διοίκητος].