κίγκασος
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ὁ, name of a throw at dice, Hsch.; cf. κίκκασος.
Greek (Liddell-Scott)
κίγκασος: «κυβευτικός τις βόλος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κίγκασος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικός τις βόλος», δηλ. είδος ριξίματος του ζαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η σύνδεση του με το κίγκλος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: κυβευτικός τις βόλος, also κίκκασος ...καὶ βόλου ὄνομα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the suffix Chantraine Formation 435; further unexplained. Fur. 281 assumes "spätgriech. Geminatenauflösung (Schwyzer, KZ 61, 230). No doubt a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
κίγκασος: {kígkasos}
Meaning: κυβευτικός τις βόλος, auch κίκκασος· βόλου ὄνομα H.
Etymology : Zur Bildung Chantraine Formation 435; sonst unerklärt.
Page 1,849