ἄθερμος

Revision as of 16:59, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

English (LSJ)

ον, A without warmth; τὸ ἄ. Pl.Phd.106a.

German (Pape)

[Seite 46] ohne Wärme, Plat. Phaed. 106 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθερμος: -ον, = ἄνευ θερμότητος, τὸ ἄθερμον, Πλάτ. Φαίδων 106Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans chaleur.
Étymologie: , θερμός.

Spanish (DGE)

-ον
frío, que carece de calor de enfermos ἄ. καὶ ἄδιψοι Aret.SA 2.3.5, cf. CA 2.3.12, ἄρθρον Aret.SD 2.12.10, κοίτη Aret.CA 2.2.2
subst. τὸ ἄ. lo no-caliente op. τὸ ἄψυκτον Pl.Phd.106a.

Greek Monotonic

ἄθερμος: -ον, αυτός που δεν έχει θερμότητα· τὸ ἄθερμον, η έλλειψη θερμότητας, σε Πλάτ.

Middle Liddell


without heat: τὸ ἄθερμον want of heat, Plat.