εὐγηρία

Revision as of 01:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A green old age, Arist.Rh.1361b26, Stoic.3.24, Plu.2.111b, Cat.Cod.Astr.8(4).167; χλόης Ph.2.163.

German (Pape)

[Seite 1059] ἡ, das glückliche Alter, nach Arist. rhet. 1, 5 βραδυτὴς γήρως μετ' ἀλυπίας; so Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγηρία: ἡ, εὐτυχὲς γῆρας, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· πρβλ. εὐγήρως.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
belle vieillesse.
Étymologie: εὔγηρως.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐγηρία) εύγηρος
τα καλά γεράματα, η καλή φυσική κατάσταση και ευχάριστη διαβίωση τών ηλικιωμένων.

Russian (Dvoretsky)

εὐγηρία: ἡ счастливая, бодрая старость Arst., Plut.