εὐτηξία
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
English (LSJ)
ἡ, fusibility, Arist. Mir. 834a7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτηξία: ἡ, ἡ περὶ τὴν τῆξιν εὐκολία, τὸ εὐκόλως τήκεσθαι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 50.
Russian (Dvoretsky)
εὐτηξία: ἡ хорошая расплавляемость, плавкость (sc. τοῦ κασσιτέρου Arst.).