ἐθελοπονία

From LSJ
Revision as of 19:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, Liebe zur Arbeit, Arbeitsamkeit, Xen. Oec. 21, 6, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοπονία: ἡ, τὸ ἐθελουσίως πονεῖν, πιθανὴ γραφ. ἀντὶ φιλοπονία ἐν Ξεν. Οἰκ. 21. 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne volonté au travail, activité.
Étymologie: ἐθελόπονος.

Greek Monolingual

ἐθελοπονία, η (Α)
φιλοπονία.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελοπονία: ἡ охота к труду, трудолюбие Xen.