ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
έως;adj. m.habitant ou originaire d’Œkhalia, en Étolie.Étymologie: Οἰχαλία.
Οἰχᾰλιεύς: έως adj. m эхалийский Hom., Plut.
Οἰχαλιεύς, έως, [from Οἰχαλίαan Oechalian, Il.