ἀπληστία

Revision as of 16:05, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

ἡ, A insatiate desire, greediness, whether of food or money, ὑπὸ τῆς ἀπληστίας Pherecr.156; εἰς τοσαύτην ἀ. ἀφίκοντο Lys.12.19, cf. D.36.44; διὰ τὴν ἀ. Pl.Grg.493b; ἀ. τρόπων D.22.67 (interpol.); γαστρός Ph.1.360. 2 c. gen. rei, insatiate desire of, πλούτου, χρυσοῦ, Pl.R.562b, Lg.831d; λέχους E.Andr.218; τῆς εὐχῆς, referring to Midas, Arist.Pol.1257b16; τοῦ θεωρεῖν Ph.1.12.

German (Pape)

[Seite 292], ἡ, Unersättlichkeit, πλούτου, unersättliche Begierde nach Reichthum, Plat. Rep. VIII, 562 b; χρυσοῦ Legg. VIII, 831 d; Lys. 12, 19; τρόπων Dem. 24, 123; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπληστία: ἡ, ἀκόρεστος ἐπιθυμία τροφῆς ἤ χρημάτων, «ἀχορτασιά», πλεονεξία, ὑπὸ τῆς ἀπληστίας Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 6· εἰς τοσαύτην ἀπλ. ἀφίκοντο Λυσ. 121. 42· διὰ τὴν ἀπλ. Πλάτ. Γοργ. 493Β· μετὰ γεν. πράγμ., ἀπληστία πλούτου, χρυσοῦ, ὁ αὐτ. Πολ. 562Β, Νόμ. 831D· λέχους Εὐρ. Ἀνδρ. 218· τῆς εὐχῆς, περὶ τοῦ Μίδα, Ἀριστ. Πολ. 1. 9, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désir insatiable.
Étymologie: ἄπληστος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Decent.5
I c. gen. obj. deseo insaciable λέχους E.Andr.218, πλούτου Pl.R.562b, χρυσοῦ Pl.Lg.831d, τοῦ θεωρεῖν Ph.1.12, δόξης Plu.2.793c, τῶν φόνων D.C.102.10, τῆς εὐχῆς Arist.Pol.1257b16, τροφῆς Thdt.M.83.712B
fig. inmensidad τῆς φιλανθρωπίας de Dios, Thdt.M.83.321D, ἀγαθότητος de Dios, Bas.Sel.Or.M.85.388C, ἀποφορτίσασθαι τὴν ἀπληστίαν τῆς βιαίας φορᾶς Synes.Ep.5p.21.
II 1abs. codicia, ambición de bienes, de posesiones εἰς τοσαύτην ἀ. ... ἀφίκοντο Lys.12.19, cf. D.C.47.17.6, δι' ἀπληστίαν ... καρποῦνται τὴν πόλιν D.24.174, cf. Plb.13.2.5, ἔχειν ... πρὸς ἀπληστίην estar inclinados a la avaricia Hp.Decent.5, τῆς σῆς ἀπληστίας ... τίς ἂν δύναιτ' ἐφικέσθαι D.36.44.
2 c. gen. subjet. insaciabilidad γαστρός Ph.1.360
abs. de comida glotonería, gula ὑπὸ τῆς ἀπληστίας διακόνιον ἐπέσθι' Pherecr.156, ἡ ἀ. ἐγγιεῖ ἕως χολέρας· δι' ἀπληστίαν πολλοὶ ἐτελεύτησαν LXX Si.37.30, 31, ἀ. ... τίκτει δυσπεψίαν Ph.2.352.

Greek Monolingual

η (AM ἀπληστία)
ακόρεστη επιθυμία, πλεονεξία.

Greek Monotonic

ἀπληστία: ἡ, ακόρεστη επιθυμία, πλεονεξία, λαιμαργία, σε Πλάτ.· τινός, κάποιου ή για κάτι κάτι, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπληστία: ἡ ненасытность, алчность, неутолимая жажда (Lys.; τινός Eur., Plat., Arst., Dem., Plut.).

Middle Liddell

[from ἄπληστος
insatiate desire, greediness, Plat.; τινός of or for a thing, Eur., Plat.

English (Woodhouse)

greed, insatiability