Τραχίνιος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
v. sub Τραχίς.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Trachis en Thessalie ; αἱ Τραχίνιαι « les Trachiniennes », titre d’une tragédie de Sophocle.
Étymologie: Τραχίς.
Russian (Dvoretsky)
Τρᾱχίνιος:
I ион. Τρηχίνιος 3 (ῑν) трахинский (δεράς Soph.).
II ион. Τρηχίνιος ὁ уроженец или житель Трахина Her., Thuc.