ές, A allbright, radiant, Orph.H.10.3.
[Seite 457] ές, allleuchtend, Orph. H. 9, 3; VLL. πάνυ λαμπρός.
πᾰναυγής: -ές, ὅλως λάμπων, πάνυ λαμπρός, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 3.
παναυγής, -ές (Α)(ποιητ. λ.) αυτός που λάμπει παντού, ολοφώτεινος, ολόλαμπρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αυγής (< αὐγή)].