περιμάρμαρος

From LSJ
Revision as of 20:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμάρμᾰρος Medium diacritics: περιμάρμαρος Low diacritics: περιμάρμαρος Capitals: ΠΕΡΙΜΑΡΜΑΡΟΣ
Transliteration A: perimármaros Transliteration B: perimarmaros Transliteration C: perimarmaros Beta Code: perima/rmaros

English (LSJ)

ον, A sparkling, π. ἄνθεσιν ἄχνας φλοῖσβος Hymn.Is. 165.

Greek (Liddell-Scott)

περιμάρμαρος: ὁ, ὁ πανταχόθεν μαρμαίρων, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Ἄνδρου Kaib. epigr. gr. 1028.

Greek Monolingual

-ον, Α περιμαρμαίρω
αυτός που λαμποκοπά από όλες τις μεριές.