ποικιλεύς
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Full diacritics: ποικῐλεύς | Medium diacritics: ποικιλεύς | Low diacritics: ποικιλεύς | Capitals: ΠΟΙΚΙΛΕΥΣ |
Transliteration A: poikileús | Transliteration B: poikileus | Transliteration C: poikileys | Beta Code: poikileu/s |
έως, ὁ, A = ποικιλτής, Alex.328.
[Seite 649] ὁ, = ποικιλτής, Alexis bei Poll. 7, 35.
ποικῐλεύς: ὁ, = ποικιλτής, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 58, Ἡσύχ.
-έως, ὁ, Α
ποικιλτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + κατάλ. -εύς (πρβλ. στραβ-εύς)].