ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Full diacritics: πετηλίς | Medium diacritics: πετηλίς | Low diacritics: πετηλίς | Capitals: ΠΕΤΗΛΙΣ |
Transliteration A: petēlís | Transliteration B: petēlis | Transliteration C: petilis | Beta Code: pethli/s |
ίδος, ἡ, A locust, Hsch. πέτηλον, τό, v. πέτᾰλον.
πετηλίς: -ίδος· «ἀκρὶς» Ἡσύχ.
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ακρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το πετάννυμι ή το πέτομαι (πρβλ. και πετηνίς)].