πολυαλφής

From LSJ
Revision as of 20:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαλφής Medium diacritics: πολυαλφής Low diacritics: πολυαλφής Capitals: ΠΟΛΥΑΛΦΗΣ
Transliteration A: polyalphḗs Transliteration B: polyalphēs Transliteration C: polyalfis Beta Code: polualfh/s

English (LSJ)

ές, (ἀλφάνω) A fetching a high price, Nonn.D.37.715.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαλφής: -ές, (ἀλφάνω ἢ ἀλφαίνω), ὅστις δύναται νὰ πωληθῇ ἀκριβά, Νόνν. Δ. 37. 715.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μπορεί να πωληθεί σε μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ» (πρβλ. τιμ-αλφής)].