ποταμηγός

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμηγός Medium diacritics: ποταμηγός Low diacritics: ποταμηγός Capitals: ΠΟΤΑΜΗΓΟΣ
Transliteration A: potamēgós Transliteration B: potamēgos Transliteration C: potamigos Beta Code: potamhgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω) A towed upon a river, going by river, σκάφαι D.H.2.53,55, 3.56.

German (Pape)

[Seite 688] auf dem Flusse geführt, gezogen, von Schiffen, auf Flüssen fahrend, D. Hal. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμηγός: -όν, (ἄγω) ἐπὶ ποταμίου σκάφους, κυρίως τοῦ ῥυμουλκουμένου ἐκ τῆς ξηρᾶς, ἀγομένης εἰς τὴν Ρώμην ἀγορᾶς ἐν σκάφαις ποταμηγοῖς Διον. Ἁλ. 2. 53, 55., 3. 56.

Greek Monolingual

-όν, Α
φρ. «ποταμηγὸν σκάφος» — ποταμόπλοιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο-ηγός, με έκταση λόγω συνθέσεως].