ποτικαρτερέω
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
A v. προσκαρτερέω.
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Full diacritics: ποτικαρτερέω | Medium diacritics: ποτικαρτερέω | Low diacritics: ποτικαρτερέω | Capitals: ΠΟΤΙΚΑΡΤΕΡΕΩ |
Transliteration A: potikarteréō | Transliteration B: potikartereō | Transliteration C: potikartereo | Beta Code: potikartere/w |
A v. προσκαρτερέω.