προενστατέον
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
English (LSJ)
A one must object beforehand, Arist.SE176b26.
Greek (Liddell-Scott)
προενστᾰτέον: ἴδε προενίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
προενστᾰτέον: adj. verb. к προενίσταμαι.