προκαταστέλλω

Revision as of 21:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A begin by calming or moderating, τὴν διάνοιαν Aristid.Quint.2.15; τὸν θυμόν Eust.104.14.

German (Pape)

[Seite 729] vorher beilegen, beruhigen, Eust. 78, 19.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταστέλλω: καταστέλλω, καταπραΰνω πρότερον, προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῦ Εὐστ. 104. 14.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταστέλλω, καταπραΰνω εκ τών προτέρων (α. «προκαταστέλλειν τὴν διάνοιαν», Αριστείδ.
β. «προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῦ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταστέλλω «αναχαιτίζω, κατευνάζω»].